ἁλίκρας

ἁλίκρας
ἁλί-κρᾱς, ᾱτος, , ,
A mixed with salt water, Ael.Dion.Fr. 32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλίκρας — ἁλίκρας ( ατος), ο, η (Α) ανάμικτος με θαλασσινό, αρμυρό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κρας < κεράννυμι «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”